- μάστευση
- η (Α μάστευσις, -εως) [μαστεύω]1. αναζήτηση, έρευνα για την ανεύρεση κάποιου2. εξερεύνησηνεοελλ.1. έρευνα για την ανακάλυψη υπόγειων υδάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστύς — μαστύς, ύος, ἡ (Α) (ιων. αντί μάστευσις) η μάστευση, η έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ τού μαίομα* «ερευνώ» + επίθημα τύς (πρβλ. κλίνω κλιτύς*)] … Dictionary of Greek
υδρομάστευση — η, Ν διάτρηση τού εδάφους με γεωτρύπανο για την ανεύρεση και τη χρησιμοποίηση υπόγειων πηγών ή λεκανών νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μάστευση «έρευνα» (< μαστεύω)] … Dictionary of Greek